Η πρώτη χρονιά…
Επιτέλους δε χρειάζεται πια να τηλεφωνήσω ότι έφτασα ή ότι γύρισα. Δεν υπάρχει λόγος να έχω την έννοια ν’ αφήσω έστω και για λίγα λεπτά την παρέα μου για να πάρω πάλι φέτος στο σπίτι για ευχές. Γιατί στο σπίτι που μεγάλωσα δεν υπάρχει πια κανείς.
Δεν είμαι πια το παιδί κάποιου που μπορείτε να συναντήσετε. Να σας πεί πως ήμουνα μωρό, ποια ήταν η πρώτη μου λέξη, πότε πρωτοπερπάτησα, ποτέ έβγαλα τα πρώτα δόντια, ποτέ άρχισα να μετράω και να διαβάζω. Τη χρονιά που μόλις πέρασε, τα ματιά που παρακολουθούσαν κάθε μου βήμα, κάθε στιγμή από τότε που εμφανίστηκα στον κόσμο έκλεισαν για πάντα. Αυτοί που άκουσαν το πρώτο μου κλάμα και ήταν εκεί όταν εγώ άκουσα τα πρώτα κλάματα των δικών μου παιδιών έχουν πια σβήσει. Μαζί έσβησαν και όλες οι αναμνήσεις που κουβάλαγαν, συντηρούσαν και διηγούνταν. Ξανά και ξανά, τα ίδια περιστατικά.
Τόσα χρόνια πόσα πράγματα ήταν τόσο βαρετά, τόσο κουραστικά, τόσο ακατανόητα. Γιατί να παίρνω κάθε μέρα τηλέφωνο; Τι νόημα έχει το “έτσι για να σ’ ακούσω”; Τόσα χρόνια τι έκανες, δε μ’ άκουγες; Άσε με τώρα, έχω δουλειά. Κι εξ άλλου τι να πούμε, δε μπορούμε πια να συνεννοηθούμε. Τι να λέμε, τα ίδια και τα ίδια; Αύριο…, κάποια στιγμή…, όταν έχω χρόνο…
Τα αύριο κάποτε τελειώνουν. Σχεδόν πάντα ανύποπτα. Και μετά εκείνος κι εκείνη που ήξερες ότι πάντα ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής και πίσω από την πόρτα που άνοιγες μαθητής, φοιτητής, μετά την πρώτη δουλειά, όταν έφερες το δικό σου ταίρι, τα δικά σου παιδιά, ότι ώρα και αν γύρναγες, όποτε και αν τους χρειαζόσουν, δεν είναι πια εκεί. Και δε θα ξαναείναι ποτέ. Ποτέ!
Και τότε καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι πια παιδί. Όχι γιατί δε ζούνε πια οι γονείς σου, αλλά γιατί ξαφνικά έχεις να αναμετρηθείς μόνος με τον εαυτό σου. Δεν είσαι πια κανενός. Είσαι εσύ. Χωρίς τα “καταφύγια” αγάπης και συγχώρεσης που είχες συνηθίσει την ασφάλεια της ύπαρξης τους. Η στιγμή της τραγικής αυτής συνειδητοποίησης είναι ταυτόχρονα μεγαλειώδης. Ένα άλμα υπαρξιακής επίγνωσης, που όμοιο του δεν υπάρχει και μπορεί να συγκριθεί μόνο με την άλλη άκρη του κύκλου της ζωής, τη γέννηση ενός παιδιού. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ήταν διαφορετικά;
Ό,τι και να ήταν οι γονείς μας, καλοί, κακοί, σημαντικοί, απόντες, παρόντες, καταπιεστικοί, υποστηρικτικοί, ό,τι μα ό,τι και να ήταν, αυτό μας έχει καθορίσει. Αυτό κουβαλάμε. Εφόδιο και βαρίδι. Ανάλογα. Και νομίζω τότε μόνο και άσχετα με το τι έχεις διαβάσει, τι πιστεύεις και τι έχεις κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή, συλλαμβάνεις σε όλο του το εύρος τον καθοριστικό ρόλο που έχεις να παίξεις στη ζωή των δικών σου παιδιών.
Η μεγαλύτερη ευθύνη που έχεις και που θα αναλάβεις ποτέ. Αλλά με κάποιον τρόπο είσαι πια έτοιμος. Πιο σίγουρος, πιο ήρεμος. Ξέρεις ότι δεν μπορείς να φτάσεις το τέλειο. Δεν πρόκειται να το φτάσεις, αυτό το τέλειο που κυνήγαγες και σε άγχωνε τόσον καιρό απλά δεν υπάρχει. Μπορείς όμως να κάνεις ότι καλύτερο για τις δυνάμεις σου. Ν’ απολαύσεις το υπέροχο ταξίδι του γονιού όχι μόνο δίνοντας ότι ήδη έχεις, αλλά και πηγαίνοντας το δικό σου εαυτό μακρύτερα. Δοκιμάζοντας και ξεπερνώντας συνεχώς τα δικά σου όρια. Πριν γίνω πατέρας κάποιοι μου λέγανε ότι τα παιδιά σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Τότε μου ήταν πολύ δύσκολο να το αντιληφθώ. Όχι πια.
Ευτυχώς οι γονείς μου έφυγαν τώρα που τα παιδιά μου είναι ακόμα πολύ μικρά κι έχω την ευκαιρία να γίνω ακόμα καλύτερος γονιός. Δυστυχώς οι γονείς μου έφυγαν τώρα που τα παιδιά μου είναι ακόμα πολύ μικρά και δεν έχω την ευκαιρία να γίνω καλύτερο παιδί.
Εκείνοι έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν. Εύχομαι να καταφέρω το ίδιο. Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω ότι δεν υπάρχει καλύτερη ευχή. Όχι μόνο για τον καινούργιο χρόνο, αλλά για μια ολόκληρη ζωή: να έχεις κάνει ότι καλύτερο μπορούσες. Απλά αυτό. Είναι αρκετό.
Αντίο 2012. Αντίο μαμά. Σ’ ευχαριστώ για όλα!